- ρινοφόρο
- το, και ρινοφόρος, ο, Νζωολ. όργανο τού αισθητηρίου επιθηλίου ορισμένων μαλακίων που, συνήθως, απαντά στους πλοκάμους και πιστεύεται ότι η λειτουργία του είναι οσφρητική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. rhinophore (< ῥίς, ῥινός + φόρος*)].
Dictionary of Greek. 2013.